- σαμουά
- και σαμοά, το, Νάκλ. κατεργασμένο δέρμα αγριοκάτσικου.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. chamois «κατεργασμένο δέρμα αίγαγρου» (< υστερολατ. camox)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βυρσοδεψία — Οι τεχνικές και χημικές επεξεργασίες που κάνουν άσηπτα και αδιάβροχα τα δέρματα των ζώων. Η χρήση των δερμάτων για προστατευτικά καλύμματα και ενδύματα έχει τις ρίζες της στους προϊστορικούς χρόνους. Πολυάριθμες ενδείξεις παρουσιάζουν ως… … Dictionary of Greek